συναφαιρώ

συναφαιρώ
-έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυναφαιρῶ, -έω, Α [ἀφαιρῶ]
αφαιρώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
αρχ.
μέσ. συναφαιροῡμαι, -έομαι
βοηθώ στη διάσωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”